- σκιάχτρο
- το пугало, страшилище
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκιάχτρο — το, Ν 1. καθετί που προκαλεί φόβο, φόβητρο 2. ομοίωμα ανθρώπου που χρησιμοποιείται από τους αγρότες ως μέσο για την απομάκρυνση τών πουλιών και άλλων ζώων που βλάπτουν τις καλλιέργειες 3. μτφ. α) πολύ άσχημος άνθρωπος β) κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σκιάχτρο — το ό,τι προκαλεί φόβο: Έβαλε σκιάχτρα στο αμπέλι, για να μην πλησιάζουν τα πουλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάσκιαγμα — (και άσμα), το απειλή, φοβέρα, φόβητρο, σκιάχτρο … Dictionary of Greek
ζούδι — και ζούδιο, το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι 2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος 3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα 4. σκιάχτρο, φόβητρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον* (< ζω ίδιον), είναι… … Dictionary of Greek
καλοεργός — ο (Μ καλοεργός) νεοελλ. το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο μσν. αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, κακο εργός] … Dictionary of Greek
κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… … Dictionary of Greek
μορμολύκειο — το (ΑΜ μορμολύκειον και μορμολυκεῑον) [μορμολύκη] προσωπίδα, μάσκα που παρίστανε το μυθολογικό τέρας Μορμώ και με την οποία οι αρχαίοι Έλληνες φόβιζαν τα παιδιά, σκιάχτρο, φόβητρο, μπαμπούλας νεοελλ. (κατ επέκτ.) πολύ άσχημος άνθρωπος αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να … Dictionary of Greek
ξυπαστήρι — το μέσο εκφοβισμού, φόβητρο, σκιάχτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπάζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek
σκιάζαρο — το, Ν πολύ άσχημος άνθρωπος, σκιάχτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω «φοβίζω» + αρο, ουδ. τής μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. πόδ αρος)] … Dictionary of Greek